θαυμάσιος

θαυμάσιος
α, ο [ία, ον] изумительный, восхитительный, замечательный, чудесный, великолепный, прекрасный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θαυμάσιος" в других словарях:

  • Θαυμάσιος — wonderful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσιος — wonderful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… …   Dictionary of Greek

  • θαυμάσιος — α, ο επίρρ. α έξοχος, πολύ ωραίος, θαυμαστός: Θαυμάσιο βιβλίο. – Θαυμάσιο κλίμα. – Θαυμάσια εικόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαυμασιώτερον — θαυμάσιος wonderful adverbial comp θαυμάσιος wonderful masc acc comp sg θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωμασιώτερον — θαυμάσιος wonderful adverbial comp (ionic) θαυμάσιος wonderful masc acc comp sg (ionic) θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασιωτάτων — θαυμάσιος wonderful fem gen superl pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασιωτέρων — θαυμάσιος wonderful fem gen comp pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασιώτατα — θαυμάσιος wonderful adverbial superl θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασιώτατον — θαυμάσιος wonderful masc acc superl sg θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασίων — θαυμάσιος wonderful fem gen pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen pl θαυμάζω wonder fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»